κουφισμός

κουφισμός
κουφισμός
remission
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κουφισμός — κουφισμός, ὁ (AM) [κουφίζω (II)] 1. ανακούφιση, ελάφρυνση από σωματικό ή ψυχικό πόνο («κουφισμὸς συμφορᾱς», Ιώσ.) 2. φορολογική απαλλαγή μσν. 1. γραμμ. έκθλιψη 2. ανύψωση …   Dictionary of Greek

  • κουφισμοί — κουφισμός remission masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουφισμοῦ — κουφισμός remission masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουφισμούς — κουφισμός remission masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουφισμῶν — κουφισμός remission masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουφισμῷ — κουφισμός remission masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουφισμόν — κουφισμός remission masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουφισμῶι — κουφισμῷ , κουφισμός remission masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”